Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

με καινούργιο

  • 1 Καινούργιο μου κόσκινο, πού να σε κρεμάσω;

    Моё новое решето, куда ж тебя повесить?
    Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Καινούργιο μου κόσκινο, πού να σε κρεμάσω;

  • 2 μετακομίζω

    1. μετ.
    1) переносить, перевозить; транспортировать; 2) перемещать, переселять;

    2. αμετ., тж. μετακομίζομαι — переселяться, переезжать;

    μετακομίζω στο καινούργιο σπίτι — переезжать в новый дом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μετακομίζω

  • 3 μπρος

    1. επίρρ.
    1) вперёд; впереди;

    ποιός είναι μπρος; — кто впереди?;

    στέκομαι μπρος — стать впереди;

    2) вперёд, раньше, заранее;

    παίρνω το μισθό μπρος — брать плату, деньги вперёд;

    3) давай, пошевеливайся!, (вперёд) марш! (команда);

    μπρος από δώ! — марш отсюда!;

    μπρος σήκω! — давай вставай!;

    § βάζω μπρος — а) пускать в ход, запускать; — давать ход (чему-л.), начинать (что-л.);

    βάζω μπρος τη μηχανή — запускать машину;

    βάζω μπρος την υπόθεση — давать ход делу;

    πήρε μπρος η μηχανή — машина заработала;

    τό ρολόϊ πάει μπρος — часы идут вперёд, часы спешат;

    βάλε μπρος το αυτοκίνητο — а) подай вперёд машину; — б) поехали!;

    βάλαμε μπρος τα γλυκά — мы начали расправляться со сладостями;

    έβαλε μπρος το καινούργιο επανωφόρι — он пустил на каждый день своё новое пальто;

    στρώνω κάποιον μπρος — отчитывать, распекать кого-л., делать втык кому-л. (разг);

    πηγαίνω ( — или τραβάω) μπρος — продвигаться вперёд;

    πάει μπρος η δουλειά — дело продвигается, работа идёт;

    μπρος βαθύ ( — или γκρεμός — или φωαά) και πίσω ρέμα — погов, ни туда, ни сюда; — некуда податься;

    2. πρόθ.
    1) перед (кем-чем-л.), раньше (кого-чего-л.);

    από μπρος — спереди;

    μπρος σε — или μπρος από — перед;

    μπρος στο σπίτι — перед домом;

    ήλθε μπρος από τούς άλλους — он пришёл раньше других;

    2):

    μπρος σε — сравнительно, по сравнению;

    μπρος στον άλλο αδελφό του δεν αξίζει τίποτε — он ничто по сравнению со своим братом;

    3) перед, при, в присутствии;

    μπρος σε μάρτυρες — при свидетелях

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μπρος

  • 4 σκοτώνω

    μετ.
    1) убивать; 2) перен. убивать, удручать, приводить в отчаяние; 3) изнурять, мучить; 4) продавать; τό σκότωσα το καινούργιο κοστούμι μου я продал свой новый костюм;

    § σκοτώνω στο ξύλο — избивать до полусмерти;

    σκοτώνω τόν καιρό ( — или την ώρα) — убивать время;

    σκοτώνομαι

    1) — разбиваться насмерть; — гибнуть;

    2) перен. убиваться; изнурять себя, мучить себя;

    σκοτώνομαι στη δουλειά (στο διάβασμα) — изнурять себя работой (учёбой);

    γιατί σκοτώνεσαι; — зачем ты так убиваешься?;

    3) перен. стараться изо всех сил; из кожи лезть, разбиваться в лепёшку (разг);
    4) входить в большие расходы

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σκοτώνω

  • 5 τρόπος

    ο
    1) способ, приём; образ, манера; путь, средство;

    τρόπος παραγωγής — способ производства;

    με τί τρόπο; — каким образом?;

    με καινούργιο τρόπο — на новый лад, на новый манер;

    με διαφορετικούς τρόπους — на разные лады;

    2) образ, склад, характер;

    τρόπος ζωής ( — или του ζην) — образ жизни;

    τρόπος της σκέψης — образ мыслей;

    3) (материальные) возможности; средства;
    4) муз. лад;

    μείζων (ελάσσων) τρόπος — мажорный (минорный) лад;

    § κατ' αυτόν τον τρόπο — таким образом;

    κατά κάποιο τρόπο — или τρόπον τινά — некоторым образом; — так сказать;

    κατά τον ίδιο τρόπο — равным образом;

    με κανένα τρόπο — или κατ' ούδένα τρόπρν — никоим образом;

    με κάθε τρόπο — или διά παντός τρόπου — любым способом, во что бы то ли стало; — всеми средствами;

    με τρόπο — осторожно, деликатно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τρόπος

См. также в других словарях:

  • Καινούργιο — Sp Kenùrgijas Ap Καινούργιο/Kainourgio L V Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Καινούργιο — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 55 μ., 2.991 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 43 χλμ. ΒΑ της πόλης του Μεσολογγίου. Αποτελεί έδρα του δήμου Θεστιέων. 2. Μεγάλος… …   Dictionary of Greek

  • Καινούργιο Χωριό — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ., 140 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 17 χλμ. ΝΑ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Επισκοπής. 2. Πεδινός… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • καινούργιος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Δημήτριος. Καταγόταν από τη Θήβα. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Σκοτώθηκε κατά την πολιορκία της Ακρόπολης από τον Κιουταχή. 2. Κίτσος. Καταγόταν από την Ακαρνανία. Συμμετείχε σε πολλές… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»